διαμάχομαι

διαμάχομαι
1) конфликтовать, вступать в конфликт, столкновение;
2) ссориться, спорить, препираться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "διαμάχομαι" в других словарях:

  • διαμάχομαι — fight pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμάχομαι — (AM διαμάχομαι) ερίζω, φιλονικώ, ανταγωνίζομαι αρχ. 1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου, αντιμάχομαι κάποιον 2. καταβάλλω προσπάθειες 3. αντιστέκομαι σκληρά 4. ισχυρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • διαμαχουμένων — διαμάχομαι fight fut part mid fem gen pl (attic epic doric ionic) διαμάχομαι fight fut part mid masc/neut gen pl (attic epic doric ionic) διαμάχομαι fight pres part mp fem gen pl (attic epic doric ionic) διαμάχομαι fight pres part mp masc/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαχούμενον — διαμάχομαι fight fut part mid masc acc sg (attic epic doric ionic) διαμάχομαι fight fut part mid neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic) διαμάχομαι fight pres part mp masc acc sg (attic epic doric ionic) διαμάχομαι fight pres part mp neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαχοίμην — διαμάχομαι fight fut opt mid 1st sg (attic epic doric ionic) διαμάχομαι fight pres opt mp 1st sg (attic epic doric ionic) διαμάχομαι fight pres opt mp 1st sg διαμαχέω pres opt mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαχούμεθα — διαμάχομαι fight fut ind mid 1st pl (attic epic doric ionic) διαμάχομαι fight pres ind mp 1st pl (attic epic doric ionic) διαμάχομαι fight imperf ind mp 1st pl (attic epic doric ionic) διαμαχέω pres ind mp 1st pl (attic epic doric) διαμαχέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμάχεσθε — διαμάχομαι fight pres imperat mp 2nd pl διαμάχομαι fight pres ind mp 2nd pl διαμάχομαι fight imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαχεσαμένων — διαμάχομαι fight aor part mid fem gen pl (epic ionic) διαμάχομαι fight aor part mid masc/neut gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαχεσάμενον — διαμάχομαι fight aor part mid masc acc sg (epic ionic) διαμάχομαι fight aor part mid neut nom/voc/acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαχεσόμεθα — διαμάχομαι fight aor subj mid 1st pl (epic ionic) διαμάχομαι fight fut ind mid 1st pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαχεῖσθαι — διαμάχομαι fight fut inf mid (attic epic ionic) διαμάχομαι fight pres inf mp (attic epic ionic) διαμαχέω pres inf mp (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»